- οιωνιστικος
- οἰωνιστικός3служащий предзнаменованием, вещий
(σημεῖον Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σημεῖον Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οιωνιστικός — οἰωνιστικός, ή, όν (Α) [οιωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οιωνό («ὁ πταρμὸς σημεῑον οἰωνιστικόν», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνιστική η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η οιωνοσκοπία … Dictionary of Greek
οἰωνιστικά — οἰωνιστικός of neut nom/voc/acc pl οἰωνιστικά̱ , οἰωνιστικός of fem nom/voc/acc dual οἰωνιστικά̱ , οἰωνιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικῶν — οἰωνιστικός of fem gen pl οἰωνιστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικόν — οἰωνιστικός of masc acc sg οἰωνιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικαί — οἰωνιστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικοῦ — οἰωνιστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικῆς — οἰωνιστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστική — οἰωνιστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικήν — οἰωνιστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνιστικάς — οἰωνιστικά̱ς , οἰωνιστικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠωνιστικήν — οἰωνιστικήν , οἰωνιστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)